- μισθοφορίαν
- μισθοφορίᾱν , μισθοφορίαservice for wagesfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισθοφορία — μισθοφορία, ἡ (Α) [μισθοφόρος] 1. (ιδίως για στρατιώτες) έμμισθη στρατιωτική υπηρεσία 2. μισθοφορά* («ἀκούω Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς... εἰς μισθοφορίαν καταστήσαντα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek